- μεγαλέμπορας
- μεγαλέμποραςος ο крупный, оптовый торговец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγαλέμπορος — και μεγαλέμπορας, ο (ΑM μεγαλέμπορος) αυτός που εμπορεύεται μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και διαθέτει μεγάλα κεφάλαια. επίρρ... μεγαλεμπόρως (Μ) κατά τον τρόπο τών μεγαλεμπόρων … Dictionary of Greek
Τασσήκας, Κυριακός — Έλληνας μεγαλέμπορας. Ζούσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου, ως Φιλικός, υπηρέτησε, με κάθε μέσο, το έργο της Φιλικής Εταιρείας και την Επανάσταση. Μαζί με τον επίσης Φιλικό Α. Πελοπίδα, κατέστρωσε σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο θα ιδρυόταν ένας … Dictionary of Greek